- ὑπέρογκα
- ὑπέρογκοςof excessive bulkneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρογκος — η, ο / ὑπέρογκος, ον, ΜΝΑ 1. υπέρμετρα ογκώδης, τεράστιος 2. συνεκδ. υπέρμετρος, υπερβολικός (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «υπέρογκη βλάβη» ρωμ. δίκ. βλάβη που συνίσταται στην πώληση ενός… … Dictionary of Greek
высокыи — (287) пр. 1. Высокий, имеющий большую протяженность снизу вверх: глѹбоци же и высокы пѩты имѹща. [обувь] УСт XII/XIII, 225; хотѩше ринѹти ѥго долѹ съ высокы храмины. ПрЛ XIII, 45б; и видѣхъ брѣгъ высокъ. Там же, 127г; Сладокъ ˫ако фюникъ высокъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
λουρί — το (Μ λωρίον) ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί») νεοελλ. 1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα… … Dictionary of Greek
μυριοχρεωμένος — και μυριουχρεωμένος και μυριοχριωμένος και μυριοχρωμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει υπέρογκα χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χρεωμένος (< χρεώνω)] … Dictionary of Greek
υπερεκτιστής — ὁ, Α [ὑπερεκτίνω] αυτός που ανταποδίδει κάτι με πλουσιοπάροχο τρόπο ή αυτός που καταβάλλει υπέρογκα χρηματικά ποσά για χάρη άλλου … Dictionary of Greek
χαρατσώνω — Ν [χαράτσι] 1. επιβάλλω και εισπράττω χαράτσι 2. μτφ. α) επιβάλλω και εισπράττω βαρείς φόρους ή υπέρογκα πρόστιμα β) αποσπώ χρήματα με εύσχημο τρόπο … Dictionary of Greek
Δοσίθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (β’ μισό 3ου αι. π.Χ.). Καταγόταν από το Πηλούσιο και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Υπήρξε μαθητής του Κόνωνα και φίλος του Αρχιμήδη. Είναι γνωστές οι παρατηρήσεις του για τους απλανείς αστέρες και ένα έργο για … Dictionary of Greek
Ιάνος Λουζινιάν — (Janus Lusignan, 1374 – 1432). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, της Αρμενίας και της Κύπρου (1398 1432). Ήταν γιος του βασιλιά της Κύπρου, Ιακώβου Α’, τον οποίο διαδέχθηκε μετά τον θάνατό του. Μόλις ανέλαβε την εξουσία, επιχείρησε να ανακαταλάβει την… … Dictionary of Greek
Μαρτελάος, Αντώνιος — (Ζάκυνθος 1754 – 1818). Λόγιος και στιχουργός. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, διδάχτηκε τα ελληνικά γράμματα από τον άλλοτε καθηγητή της Αθωνιάδος, Παναγιώτη Παλαμά, ενώ συγχρόνως φοιτούσε στο ιταλικό σχολείο της Ζακύνθου. Αργότερα ίδρυσε και… … Dictionary of Greek